αφετηρία

αφετηρία
η (Α ἀφετήριος, -α, -ον) [αφετήρ]
το θηλ. ως ουσ. η γραμμή από την οποία ξεκινούν οι δρομείς
νεοελλ.
1. το σημείο από το οποίο ξεκινούν λεωφορεία και άλλα μεταφορικά μέσα
2. αρχή, ξεκίνημα
αρχ.
1. ο κατάλληλος να εκσφενδονίζει αντικείμενα
2. «ἀφετήριοι Διόσκουροι» — τα αγάλματα των Διοσκούρων που στόλιζαν το στάδιο
3. το ουδ. ως ουσ. το ἀφετήριον
έξοδος, στόμιο λιμανιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀφετηρία — ἀφετηρίᾱ , ἀφετήριος for letting go fem nom/voc/acc dual ἀφετηρίᾱ , ἀφετήριος for letting go fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφετηρίᾳ — ἀφετηρίᾱͅ , ἀφετήριος for letting go fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφετηρία — η 1. το σημείο εκκίνησης, αναχώρησης: Οι αθλητές στην αφετηρία περίμεναν να τους δοθεί το σινιάλο, για να ξεκινήσουν. 2. αρχή σκέψης, ενέργειας, κατάστασης κτλ.: Η αφετηρία των συλλογισμών σου είναι λανθασμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφετήρια — ἀφετήριος for letting go neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφετηρίας — ἀφετηρίᾱς , ἀφετήριος for letting go fem acc pl ἀφετηρίᾱς , ἀφετήριος for letting go fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀφετήρια — ἀφετήρια , ἀφετήριος for letting go neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφετηρίαι — ἀφετηρίᾱͅ , ἀφετήριος for letting go fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφετηρίαν — ἀφετηρίᾱν , ἀφετήριος for letting go fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”